εθελόδουλος

εθελόδουλος
ος , ον терпящий рабство, рабски покорный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εθελόδουλος" в других словарях:

  • ἐθελόδουλος — serving voluntarily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελόδουλος — ο (AM ἐθελόδουλος, ον) ο εκούσιος δούλος, αυτός που ανέχεται τη δουλεία …   Dictionary of Greek

  • εθελόδουλος — η, ο ο θεληματικά δούλος, που υποτάσσεται εκούσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐθελοδούλως — ἐθελόδουλος serving voluntarily adverbial ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελόδουλον — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc sg ἐθελόδουλος serving voluntarily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοδούλους — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοδούλων — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»